παρενδυσίας
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾen.ðiˈsi.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρεν‐δυ‐σί‐ας
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παρενδυσίας | οι | παρενδυσίες |
| γενική | του | παρενδυσία | των | παρενδυσιών |
| αιτιατική | τον | παρενδυσία | τους | παρενδυσίες |
| κλητική | παρενδυσία | παρενδυσίες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- παρενδυσίας < παρενδυσ(ία) + -ίας < παρενδύομαι, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική travesti[1]
Ουσιαστικό
παρενδυσίας αρσενικό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παρενδυσίας
|
Ετυμολογία 2
- παρενδυσίας: κλιτικός τύπος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.