παρεισδύσει
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
παρεισδύσει
απαρέμφατο αορίστου του ρήματος
παρεισδύω
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
παρεισδύω
θα παρεισδύσει
:
γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
παρεισδύω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.