παρεισδύσει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παρεισδύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρεισδύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρεισδύω
  3. θα παρεισδύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρεισδύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.