παραφορτώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραφορτώνομαι < παρα- + φορτώνομαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραφορτώνομαι | παραφορτωνόμουν(α) | θα παραφορτώνομαι | να παραφορτώνομαι | ||
| β' ενικ. | παραφορτώνεσαι | παραφορτωνόσουν(α) | θα παραφορτώνεσαι | να παραφορτώνεσαι | (παραφορτώνου) | |
| γ' ενικ. | παραφορτώνεται | παραφορτωνόταν(ε) | θα παραφορτώνεται | να παραφορτώνεται | ||
| α' πληθ. | παραφορτωνόμαστε | παραφορτωνόμαστε παραφορτωνόμασταν |
θα παραφορτωνόμαστε | να παραφορτωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | παραφορτώνεστε | παραφορτωνόσαστε παραφορτωνόσασταν |
θα παραφορτώνεστε | να παραφορτώνεστε | (παραφορτώνεστε) | |
| γ' πληθ. | παραφορτώνονται | παραφορτώνονταν παραφορτωνόντουσαν |
θα παραφορτώνονται | να παραφορτώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παραφορτώθηκα | θα παραφορτωθώ | να παραφορτωθώ | παραφορτωθεί | ||
| β' ενικ. | παραφορτώθηκες | θα παραφορτωθείς | να παραφορτωθείς | παραφορτώσου | ||
| γ' ενικ. | παραφορτώθηκε | θα παραφορτωθεί | να παραφορτωθεί | |||
| α' πληθ. | παραφορτωθήκαμε | θα παραφορτωθούμε | να παραφορτωθούμε | |||
| β' πληθ. | παραφορτωθήκατε | θα παραφορτωθείτε | να παραφορτωθείτε | παραφορτωθείτε | ||
| γ' πληθ. | παραφορτώθηκαν παραφορτωθήκαν(ε) |
θα παραφορτωθούν(ε) | να παραφορτωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω παραφορτωθεί | είχα παραφορτωθεί | θα έχω παραφορτωθεί | να έχω παραφορτωθεί | παραφορτωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις παραφορτωθεί | είχες παραφορτωθεί | θα έχεις παραφορτωθεί | να έχεις παραφορτωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει παραφορτωθεί | είχε παραφορτωθεί | θα έχει παραφορτωθεί | να έχει παραφορτωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραφορτωθεί | είχαμε παραφορτωθεί | θα έχουμε παραφορτωθεί | να έχουμε παραφορτωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε παραφορτωθεί | είχατε παραφορτωθεί | θα έχετε παραφορτωθεί | να έχετε παραφορτωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν παραφορτωθεί | είχαν παραφορτωθεί | θα έχουν παραφορτωθεί | να έχουν παραφορτωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.