παραμύθα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραμύθα | οι | παραμύθες |
| γενική | της | παραμύθας | των | παραμυθών |
| αιτιατική | την | παραμύθα | τις | παραμύθες |
| κλητική | παραμύθα | παραμύθες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραμύθα < παραμύθι + μεγεθυντικό επίθημα -α
Μεταφράσεις
παραμύθα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.