παραμυθού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραμυθού | οι | παραμυθούδες |
| γενική | της | παραμυθούς | των | παραμυθούδων |
| αιτιατική | την | παραμυθού | τις | παραμυθούδες |
| κλητική | παραμυθού | παραμυθούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραμυθού < παραμυθ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.miˈθu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐μυ‐θού
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε παραμυθάς
παραμυθού
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.