παραλληλότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραλληλότης οἱ παραλληλότητες
      γενική τοῦ παραλληλότητος τῶν παραλληλοτήτων
      δοτική τῷ παραλληλότητ τοῖς παραλληλότησ(ν)
    αιτιατική τὸν παραλληλότητ τοὺς παραλληλότητᾰς
     κλητική ! παραλληλότης παραλληλότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραλληλότητε
γεν-δοτ τοῖν  παραλληλοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραλληλότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παράλληλο(ς) + -της

Ουσιαστικό

παραλληλότης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.