παραλληλότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | παραλληλότης | οἱ | παραλληλότητες | ||||
| γενική | τοῦ | παραλληλότητος | τῶν | παραλληλοτήτων | ||||
| δοτική | τῷ | παραλληλότητῐ | τοῖς | παραλληλότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | παραλληλότητᾰ | τοὺς | παραλληλότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | παραλληλότης | παραλληλότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραλληλότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | παραλληλοτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- παραλληλότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παράλληλο(ς) + -της
Πηγές
- παραλληλότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.