παρακατιανά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρακατιανά < παρακατιανός + -ά
Μεταφράσεις
παρακατιανά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παρακατιανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παρακατιανός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.