παραείμαι

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

παραείμαι < παρα- + είμαι

Ρήμα

παραείμαι

  1. είμαι σε υπερβολικό βαθμό
    αυτό το παιδί παραείναι άτακτο
    παραείναι αργά για να κάτσω να κάνω αυτή τη δουλειά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.