παρίστια
Νέα ελληνικά (el)
τα παρίστια
Ετυμολογία
- παρίστια < παρίστιο
Ουσιαστικό
παρίστια θηλυκό
- συμπληρωματικά ιστία (πανιά) των μεγάλων ιστιοφόρων. Λέγονται και κουρτελάτσες. Χρησιμοποιούνταν με ελαφρύ άνεμο.
Μεταφράσεις
παρίστια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.