παντρολογήστρα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
παντρολογήστρα
<
παντρολογώ
Ουσιαστικό
παντρολογήστρα
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
προξενήτρα
Συγγενικά
παντρολογήματα
παντρολογώ
παντρεύω
Μεταφράσεις
παντρολογήστρα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.