πανέμορφο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πανέμορφο

  1. αιτιατική ενικού του πανέμορφος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πανέμορφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.