παλιννόστησις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

παλιννόστησις < παλιννοστῶ (κλίση -έω), παλιν-νοστη- + -σις (-ησις)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: παλιννόστηση

Ουσιαστικό

παλιννόστησις θηλυκό

Συγγενικά

  • παλίννοστος
  • παλιννοστῶ

 και δείτε τη λέξη πάλιν & αρχαία ελληνική νόστος

Αναφορές

  1. παλιννοστώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.