παθοφυσιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παθοφυσιολογικός | η | παθοφυσιολογική | το | παθοφυσιολογικό |
| γενική | του | παθοφυσιολογικού | της | παθοφυσιολογικής | του | παθοφυσιολογικού |
| αιτιατική | τον | παθοφυσιολογικό | την | παθοφυσιολογική | το | παθοφυσιολογικό |
| κλητική | παθοφυσιολογικέ | παθοφυσιολογική | παθοφυσιολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παθοφυσιολογικοί | οι | παθοφυσιολογικές | τα | παθοφυσιολογικά |
| γενική | των | παθοφυσιολογικών | των | παθοφυσιολογικών | των | παθοφυσιολογικών |
| αιτιατική | τους | παθοφυσιολογικούς | τις | παθοφυσιολογικές | τα | παθοφυσιολογικά |
| κλητική | παθοφυσιολογικοί | παθοφυσιολογικές | παθοφυσιολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παθοφυσιολογικός < παθοφυσιολογ(ία) + -ικός
Μεταφράσεις
παθοφυσιολογικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.