πέλετ
Νέα ελληνικά (el)

πέλετ ξύλου
Ετυμολογία
- πέλετ < αγγλική pellet < παλαιά γαλλική pelote < δημώδης λατινική *pilotta < λατινική pila (μπάλα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peys-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpe.let/
Ουσιαστικό
πέλετ ουδέτερο άκλιτο
- πελέτες (στον πληθυντικό)
- πέλλετ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.