πάω κατά διαόλου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πάω κατά διαόλου < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

πάω κατά διαόλου

  1. αποτυγχάνω, εξελίσσομαι αρνητικά, πάω από το κακό στο χειρότερο
    έχασε τη δουλειά του και τα οικονομικά του πάνε κατά διαόλου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.