πάλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάλος οι πάλοι
      γενική του πάλου των πάλων
    αιτιατική τον πάλο τους πάλους
     κλητική πάλε πάλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πᾶλος

Ουσιαστικό

πάλος αρσενικό

  • (παρωχημένο, λόγιο) παλούκι, πάσσαλος
      Και αφού τους πάλους διάβηκαν και το χαντάκι οπίσω / φεύγοντας κι έστρωσαν πολλούς των Δαναών οι λόγχες, / σιμά στ' αμάξια στάθηκαν του φόβου κερωμένοι, / και ο Ζευς από τες αγκαλιές εξύπνησε της Ήρας / της Ίδης εις τες κορυφές.
    Όμηρος, Ιλιάδα, Ο, 1-5, Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πᾰλο-
ονομαστική πάλος οἱ πάλοι
      γενική τοῦ πάλου τῶν πάλων
      δοτική τῷ πάλ τοῖς πάλοις
    αιτιατική τὸν πάλον τοὺς πάλους
     κλητική ! πάλε πάλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πάλω
γεν-δοτ τοῖν  πάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάλος < παλ- (< πάλλω < *πάλ-jω) + -ος

Ουσιαστικό

πάλος αρσενικό (πᾰλος)

  1. λαχνός / κλήρος που τον τραβούν από μια περικεφαλαία που την έχουν αναταράξει
  2. (κατ’ επέκταση) κλήρος
     συνώνυμα: κλῆρος
  3. ψήφος

Συγγενικά

  • ἄμπαλος, ἀνάπαλος

 και δείτε τη λέξη πάλλω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.