ο τζίτζιρας, ο μίτζιρας, ο τζιτζιμιτζιχότζιρας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις τζίτζιρας, μίτζιρας και τζιτζιμιτζιχότζιρας

Προφορά

ΔΦΑ : /o‿ˈd͡zid͡ziɾas o‿ˈmid͡ziɾas o‿d͡zid͡zimid͡ziˈxod͡ziɾas/

Έκφραση

ο τζίτζιρας, ο μίτζιρας, ο τζιτζιμιτζιχότζιρας

  • (γλωσσοδέτης)
    • ο τζίτζιρας, ο μίτζιρας, ο τζιτζιμιτζιχότζιρας, ανέβηκε στη τζιτζιριά, στη μιτζιριά, στη τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψει [ή: να φάει] ένα τζίτζιρο, ένα μίτζιρο, ένα τζιτζιμιτζιχότζιρο
    • ή:
      ο τζίτζιρας, ο μίτζιρας, ο τζιτζιμιτζιχότζιρας, ανέβηκε στη τζιτζιριά, στη μιτζιριά, στη τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψει τζίτζιρα, μίτζιρα, τζιτζιμιτζιχότζιρα
    • και συνέχεια:
      και τον πιάσανε οι τζιτζιραίοι, οι μιτζιραίοι, οι τζιτζιμιτζιχοτζιραίοι, και του δώσαν ξύλο τζιτζιραίικο, μιτζιραίικο, τζιτζιμιτζιχοτζιραίικο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.