οἰνοβαρής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | οἰνοβαρής | τὸ | οἰνοβαρές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | οἰνοβαροῦς | τοῦ | οἰνοβαροῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | οἰνοβαρεῖ | τῷ | οἰνοβαρεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | οἰνοβαρῆ | τὸ | οἰνοβαρές | ||
| κλητική ὦ! | οἰνοβαρές | οἰνοβαρές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | οἰνοβαρεῖς | τὰ | οἰνοβαρῆ | ||
| γενική | τῶν | οἰνοβαρῶν | τῶν | οἰνοβαρῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | οἰνοβαρέσῐ(ν) | τοῖς | οἰνοβαρέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | οἰνοβαρεῖς | τὰ | οἰνοβαρῆ | ||
| κλητική ὦ! | οἰνοβαρεῖς | οἰνοβαρῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἰνοβαρεῖ | τὼ | οἰνοβαρεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | οἰνοβαροῖν | τοῖν | οἰνοβαροῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οἰνοβαρής < οἰνο- + -βαρής < (οἰνοβαρέω)
Επίθετο
οἰνοβαρής, -ής, -ές
- μεθυσμένος από κρασί
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 225
- «οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ᾽ ἔχων, κραδίην δ᾽ ἐλάφοιο,
- «Ω μέθυσε, σκυλόματε, και με καρδιάν ελάφου!
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ᾽ ἔχων, κραδίην δ᾽ ἐλάφοιο,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 225
Συνώνυμα
- οἰνοβαρείων
Συγγενικά
- οἰνοβαρέω
Πηγές
- οἰνοβαρής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἰνοβαρής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.