οἰδέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

οἰδέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

οἰδέω / οἰδῶ (συνηρημένο)

  1. πρήζομαι, εξογκώνομαι, φουσκώνω
  2. (μεταφορικά) καυχιέμαι

Συνώνυμα

  • οἰδάνω
  • οἰδαίνω

Παράγωγα

Σύνθετα

  • ἀνοιδέω
  • ἀποιδέω
  • διοιδέω
  • ἐξανοιδέω
  • ἐξοιδέω
  • ἐνοιδέω
  • ἐπαοιδέω
  • κατοιδέω
  • παροιδέω
  • περιοιδέω
  • προσανοιδέω
  • συνεξοιδέω
  • συνοιδέω
  • ὑποιδέω

Σημειώσεις

  • Το ρήμα οἰδέω, δεν απαντά σε όλους τους χρόνους. Αναφέρεται από τον Όμηρο (Ιλιάδα 1, 354) και τον Πλάτωνα (Φαίδρος 251ε)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.