οϊμέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οϊμέ < ὠϊμέ και ὀϊμέ κατά τον 20ο αιώνα < μεσαιωνική ελληνική ὀϊμένα < αρχαία ελληνική φράση ὦ - ὤ και ἐμέ αλλα ίσως και από επίσης αρχαία ελληνική οἴμοι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.