οχαδερφισμό

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

οχαδερφισμό

  1. οχαδερφισμός, στην αιτιατική του ενικού

οχαδερφισμό, ουδέτερο του οχαδερφισμός

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.