ουρηθροσκόπιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ουρηθροσκόπιο τα ουρηθροσκόπια
      γενική του ουρηθροσκόπιου
& ουρηθροσκοπίου
των ουρηθροσκόπιων
& ουρηθροσκοπίων
    αιτιατική το ουρηθροσκόπιο τα ουρηθροσκόπια
     κλητική ουρηθροσκόπιο ουρηθροσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ουρηθροσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urethroscope + -ιο < αρχαία ελληνική οὐρήθρα + σκοπέω

Ουσιαστικό

ουρηθροσκόπιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.