οστρακώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οστρακώδης η οστρακώδης το οστρακώδες
      γενική του οστρακώδους της οστρακώδους του οστρακώδους
    αιτιατική τον οστρακώδη την οστρακώδη το οστρακώδες
     κλητική οστρακώδη(ς) οστρακώδης οστρακώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οστρακώδεις οι οστρακώδεις τα οστρακώδη
      γενική των οστρακωδών των οστρακωδών των οστρακωδών
    αιτιατική τους οστρακώδεις τις οστρακώδεις τα οστρακώδη
     κλητική οστρακώδεις οστρακώδεις οστρακώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οστρακώδης < αρχαία ελληνική ὀστρακώδης < ὄστρακον

Επίθετο

οστρακώδης

  1. που είναι όμοιος με όστρακο
    άλλες μορφές: οστρακοειδής
  2. που αποτελείται από όστρακο
    άλλες μορφές: οστράκινος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) οστρακώδη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.