οστρακοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οστρακοειδής η οστρακοειδής το οστρακοειδές
      γενική του οστρακοειδούς* της οστρακοειδούς του οστρακοειδούς
    αιτιατική τον οστρακοειδή την οστρακοειδή το οστρακοειδές
     κλητική οστρακοειδή(ς) οστρακοειδής οστρακοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οστρακοειδείς οι οστρακοειδείς τα οστρακοειδή
      γενική των οστρακοειδών των οστρακοειδών των οστρακοειδών
    αιτιατική τους οστρακοειδείς τις οστρακοειδείς τα οστρακοειδή
     κλητική οστρακοειδείς οστρακοειδείς οστρακοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οστρακοειδής < όστρακο + -ο- + -ειδής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ostracoid[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική crustacés[1])

Επίθετο

οστρακοειδής

  1. που είναι όμοιος με όστρακο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) οστρακοειδή

Μεταφράσεις

  1. οστρακοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.