ορκωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορκωτικός | η | ορκωτική | το | ορκωτικό |
| γενική | του | ορκωτικού | της | ορκωτικής | του | ορκωτικού |
| αιτιατική | τον | ορκωτικό | την | ορκωτική | το | ορκωτικό |
| κλητική | ορκωτικέ | ορκωτική | ορκωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορκωτικοί | οι | ορκωτικές | τα | ορκωτικά |
| γενική | των | ορκωτικών | των | ορκωτικών | των | ορκωτικών |
| αιτιατική | τους | ορκωτικούς | τις | ορκωτικές | τα | ορκωτικά |
| κλητική | ορκωτικοί | ορκωτικές | ορκωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /oɾ.ko.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐κω‐τι‐κός
Εκφράσεις
- ορκωτική έκφραση
- ορκωτικό μόριο
Μεταφράσεις
ορκωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.