οπορτουνιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπορτουνιστικός η οπορτουνιστική το οπορτουνιστικό
      γενική του οπορτουνιστικού της οπορτουνιστικής του οπορτουνιστικού
    αιτιατική τον οπορτουνιστικό την οπορτουνιστική το οπορτουνιστικό
     κλητική οπορτουνιστικέ οπορτουνιστική οπορτουνιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπορτουνιστικοί οι οπορτουνιστικές τα οπορτουνιστικά
      γενική των οπορτουνιστικών των οπορτουνιστικών των οπορτουνιστικών
    αιτιατική τους οπορτουνιστικούς τις οπορτουνιστικές τα οπορτουνιστικά
     κλητική οπορτουνιστικοί οπορτουνιστικές οπορτουνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οπορτουνιστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

οπορτουνιστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.