ολοσυστημικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολοσυστημικός | η | ολοσυστημική | το | ολοσυστημικό |
| γενική | του | ολοσυστημικού | της | ολοσυστημικής | του | ολοσυστημικού |
| αιτιατική | τον | ολοσυστημικό | την | ολοσυστημική | το | ολοσυστημικό |
| κλητική | ολοσυστημικέ | ολοσυστημική | ολοσυστημικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολοσυστημικοί | οι | ολοσυστημικές | τα | ολοσυστημικά |
| γενική | των | ολοσυστημικών | των | ολοσυστημικών | των | ολοσυστημικών |
| αιτιατική | τους | ολοσυστημικούς | τις | ολοσυστημικές | τα | ολοσυστημικά |
| κλητική | ολοσυστημικοί | ολοσυστημικές | ολοσυστημικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολοσυστημικός < ολο- + συστημικός
Μεταφράσεις
ολοσυστημικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.