ολιγοεδρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολιγοεδρικός | η | ολιγοεδρική | το | ολιγοεδρικό |
| γενική | του | ολιγοεδρικού | της | ολιγοεδρικής | του | ολιγοεδρικού |
| αιτιατική | τον | ολιγοεδρικό | την | ολιγοεδρική | το | ολιγοεδρικό |
| κλητική | ολιγοεδρικέ | ολιγοεδρική | ολιγοεδρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολιγοεδρικοί | οι | ολιγοεδρικές | τα | ολιγοεδρικά |
| γενική | των | ολιγοεδρικών | των | ολιγοεδρικών | των | ολιγοεδρικών |
| αιτιατική | τους | ολιγοεδρικούς | τις | ολιγοεδρικές | τα | ολιγοεδρικά |
| κλητική | ολιγοεδρικοί | ολιγοεδρικές | ολιγοεδρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ολιγοεδρικός, -ή, -ό
- (πολιτική) (για εκλογική περιφέρεια) που έχει λίγες εκλογικές έδρες, που εκλέγει λίγους βουλευτές
- ※ Ένα σύστημα στο οποίο η εκλογή των βουλευτών προκύπτει αφενός σε μονοεδρικές (ή ολιγοεδρικές) εκλογικές περιφέρειες και αφετέρου σε ευρύτερες διοικητικές περιφέρειες ή (στην επικράτεια) με εκλογικό κατάλογο. (www.kathimerini.gr, 30.08.2009)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ολιγοεδρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.