οιμωγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οιμωγή | οι | οιμωγές |
| γενική | της | οιμωγής | των | οιμωγών |
| αιτιατική | την | οιμωγή | τις | οιμωγές |
| κλητική | οιμωγή | οιμωγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οιμωγή < αρχαία ελληνική οἰμωγή < οἴμοι < οἴ + μοι < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.moˈʝi/
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οιμωγή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.