οιακοστροφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οιακοστροφώ < αρχαία ελληνική οἰακοστροφέω / οἰακοστροφῶ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | οιακοστροφώ | οιακοστροφούσα | θα οιακοστροφώ | να οιακοστροφώ | οιακοστροφώντας | |
| β' ενικ. | οιακοστροφείς | οιακοστροφούσες | θα οιακοστροφείς | να οιακοστροφείς | (οιακοστρόφει) | |
| γ' ενικ. | οιακοστροφεί | οιακοστροφούσε | θα οιακοστροφεί | να οιακοστροφεί | ||
| α' πληθ. | οιακοστροφούμε | οιακοστροφούσαμε | θα οιακοστροφούμε | να οιακοστροφούμε | ||
| β' πληθ. | οιακοστροφείτε | οιακοστροφούσατε | θα οιακοστροφείτε | να οιακοστροφείτε | οιακοστροφείτε | |
| γ' πληθ. | οιακοστροφούν(ε) | οιακοστροφούσαν(ε) | θα οιακοστροφούν(ε) | να οιακοστροφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | οιακοστρόφησα | θα οιακοστροφήσω | να οιακοστροφήσω | οιακοστροφήσει | ||
| β' ενικ. | οιακοστρόφησες | θα οιακοστροφήσεις | να οιακοστροφήσεις | οιακοστρόφησε | ||
| γ' ενικ. | οιακοστρόφησε | θα οιακοστροφήσει | να οιακοστροφήσει | |||
| α' πληθ. | οιακοστροφήσαμε | θα οιακοστροφήσουμε | να οιακοστροφήσουμε | |||
| β' πληθ. | οιακοστροφήσατε | θα οιακοστροφήσετε | να οιακοστροφήσετε | οιακοστροφήστε | ||
| γ' πληθ. | οιακοστρόφησαν οιακοστροφήσαν(ε) |
θα οιακοστροφήσουν(ε) | να οιακοστροφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω οιακοστροφήσει | είχα οιακοστροφήσει | θα έχω οιακοστροφήσει | να έχω οιακοστροφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις οιακοστροφήσει | είχες οιακοστροφήσει | θα έχεις οιακοστροφήσει | να έχεις οιακοστροφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει οιακοστροφήσει | είχε οιακοστροφήσει | θα έχει οιακοστροφήσει | να έχει οιακοστροφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε οιακοστροφήσει | είχαμε οιακοστροφήσει | θα έχουμε οιακοστροφήσει | να έχουμε οιακοστροφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε οιακοστροφήσει | είχατε οιακοστροφήσει | θα έχετε οιακοστροφήσει | να έχετε οιακοστροφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν οιακοστροφήσει | είχαν οιακοστροφήσει | θα έχουν οιακοστροφήσει | να έχουν οιακοστροφήσει |
| |
Μεταφράσεις
οιακοστροφώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.