οθονότυπο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οθονότυπο τα οθονότυπα
      γενική του οθονότυπου των οθονότυπων
    αιτιατική το οθονότυπο τα οθονότυπα
     κλητική οθονότυπο οθονότυπα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οθονότυπο < η λέξη είναι πρόταση της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ) για την μετάφραση του όρου "screen form", αλλά δεν βρίσκεται σε κοινή χρήση

Ουσιαστικό

οθονότυπο θηλυκό

  • (πληροφορική) η φόρμα συμπλήρωσης στοιχείων σε οθόνη υπολογιστή[1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ΟΡΟΓΡΑΜΜΑ, Αρ.42 Μάιος-Ιούνιος 2000, σελ. 4. Προσπέλαση 2019-12-24
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.