οδοτερμίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οδοτερμίτης | οι | οδοτερμίτες |
| γενική | του | οδοτερμίτη | των | οδοτερμιτών |
| αιτιατική | τον | οδοτερμίτη | τους | οδοτερμίτες |
| κλητική | οδοτερμίτη | οδοτερμίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οδοτερμίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hodotermites < αρχαία ελληνική ὁδός + τερμίτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.