ξώπορτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξώπορτα οι ξώπορτες
      γενική της ξώπορτας των ξωπορτών
    αιτιατική την ξώπορτα τις ξώπορτες
     κλητική ξώπορτα ξώπορτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξώπορτα < εξώπορτα

Ουσιαστικό

ξώπορτα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.