ξυλόβιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξυλόβιδα οι ξυλόβιδες
      γενική της ξυλόβιδας των ξυλόβιδων
    αιτιατική την ξυλόβιδα τις ξυλόβιδες
     κλητική ξυλόβιδα ξυλόβιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ξυλόβιδες

Ετυμολογία

ξυλόβιδα < ξυλό- + βίδα

Ουσιαστικό

ξυλόβιδα θηλυκό

  1. ξύλινη βίδα
  2. μεταλλική βίδα που έχει κατάλληλο σπείρωμα ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ξύλο, κάθε μυτερή βίδα που έχει σπείρες λεπτές και κοφτερές και κεφάλι επίπεδο στο πάνω μέρος αλλά καμπύλο στην πλευρά του σπειρώματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.