ξυλοκούκουδον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ξυλοκούκουδον < ξύλον + κούκουδο (κόκκος, κουκούτσι)

Ουσιαστικό

ξυλοκούκουδον ουδέτερο

  • είδος σκληρού σπόρου
      (λόγια μεσαιωνική) 8ος/9ος αιώνας Θεοφάνης ο Ομολογητής, Χρονογραφία, @catholiclibrary.org
    οἱ δὲ δῆμοι εὑρόντες ἄνδρα προσομοιοῦντα Μαυρικίῳ καὶ βαλόντες αὐτῷ σαγίον μαῦρον καὶ ἀπὸ σκόρδων πλέξαντες στέφανον καὶ εἰς ὄνον τοῦτον καθίσαντες διέπαιζον λέγοντες· "εὕρηκε τὴν δαμαλίδα ἁπαλήν, καὶ ὡς τὸ καινὸν ἀλεκτόριν ταύτῃ πεπήδηκεν καὶ ἐποίησε παιδία ὡς τὰ ξυλοκούκουδα· καὶ οὐδεὶς τολμᾷ λαλῆσαι, ἀλλ' ὅλους ἐφίμωσεν· ἅγιέ μου, ἅγιε φοβερὲ καὶ δυνατέ, δὸς αὐτῷ κατὰ κρανίου, ἵνα μὴ ὑπεραίρεται· κἀγώ σοι τὸν βοῦν τὸν μέγαν προσαγάγω εἰς εὐχήν." πολλοὺς δὲ τούτων πιάσας ὁ βασιλεὺς ἐτιμωρήσατο.

Συγγενικά

Κλιτικοί τύποι

  • ξυλοκούκουδα (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.