ξυλοκούκουδον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
ξυλοκούκουδον ουδέτερο
- είδος σκληρού σπόρου
- ※ (λόγια μεσαιωνική) 8ος/9ος αιώνας Θεοφάνης ο Ομολογητής, Χρονογραφία, @catholiclibrary.org
- οἱ δὲ δῆμοι εὑρόντες ἄνδρα προσομοιοῦντα Μαυρικίῳ καὶ βαλόντες αὐτῷ σαγίον μαῦρον καὶ ἀπὸ σκόρδων πλέξαντες στέφανον καὶ εἰς ὄνον τοῦτον καθίσαντες διέπαιζον λέγοντες· "εὕρηκε τὴν δαμαλίδα ἁπαλήν, καὶ ὡς τὸ καινὸν ἀλεκτόριν ταύτῃ πεπήδηκεν καὶ ἐποίησε παιδία ὡς τὰ ξυλοκούκουδα· καὶ οὐδεὶς τολμᾷ λαλῆσαι, ἀλλ' ὅλους ἐφίμωσεν· ἅγιέ μου, ἅγιε φοβερὲ καὶ δυνατέ, δὸς αὐτῷ κατὰ κρανίου, ἵνα μὴ ὑπεραίρεται· κἀγώ σοι τὸν βοῦν τὸν μέγαν προσαγάγω εἰς εὐχήν." πολλοὺς δὲ τούτων πιάσας ὁ βασιλεὺς ἐτιμωρήσατο.
- ※ (λόγια μεσαιωνική) 8ος/9ος αιώνας Θεοφάνης ο Ομολογητής, Χρονογραφία, @catholiclibrary.org
Κλιτικοί τύποι
- ξυλοκούκουδα (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)
Πηγές
- ξυλοκούκκουδον - ⌘ Σοφοκλής Ευαγγελινός Αποστολίδης, Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods (from B.C. 146 to A.D. 1100). Εκδότης: Harvard University Press, 1870, σελ. 791 @books.google.gr
- ξυλοκουκουδέα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ξυλοκούκουδον - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.