ξεχολιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεχολιάζω < ξε- + χολιάζω

Ρήμα

ξεχολιάζω

  • (λαϊκότροπο) ξεθυμώνω
      Ποιος χόλιασε το σταυραϊτό, να τονε ξεχολιάση: -Εγώ, που τον εχόλιασα, να πά' τον ξεχολιάσω. (Ελληνικά, Τέχνη Αλυπίας, τόμοι 10-11, 1956, σελ. 47)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.