ξεχολιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεχολιάζω
Συγγενικά
- ξεχόλιασμα
- → δείτε τις λέξεις χολιάζω και χολή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεχολιάζω | ξεχόλιαζα | θα ξεχολιάζω | να ξεχολιάζω | ξεχολιάζοντας | |
| β' ενικ. | ξεχολιάζεις | ξεχόλιαζες | θα ξεχολιάζεις | να ξεχολιάζεις | ξεχόλιαζε | |
| γ' ενικ. | ξεχολιάζει | ξεχόλιαζε | θα ξεχολιάζει | να ξεχολιάζει | ||
| α' πληθ. | ξεχολιάζουμε | ξεχολιάζαμε | θα ξεχολιάζουμε | να ξεχολιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεχολιάζετε | ξεχολιάζατε | θα ξεχολιάζετε | να ξεχολιάζετε | ξεχολιάζετε | |
| γ' πληθ. | ξεχολιάζουν(ε) | ξεχόλιαζαν ξεχολιάζαν(ε) |
θα ξεχολιάζουν(ε) | να ξεχολιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεχόλιασα | θα ξεχολιάσω | να ξεχολιάσω | ξεχολιάσει | ||
| β' ενικ. | ξεχόλιασες | θα ξεχολιάσεις | να ξεχολιάσεις | ξεχόλιασε | ||
| γ' ενικ. | ξεχόλιασε | θα ξεχολιάσει | να ξεχολιάσει | |||
| α' πληθ. | ξεχολιάσαμε | θα ξεχολιάσουμε | να ξεχολιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεχολιάσατε | θα ξεχολιάσετε | να ξεχολιάσετε | ξεχολιάστε | ||
| γ' πληθ. | ξεχόλιασαν ξεχολιάσαν(ε) |
θα ξεχολιάσουν(ε) | να ξεχολιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεχολιάσει | είχα ξεχολιάσει | θα έχω ξεχολιάσει | να έχω ξεχολιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεχολιάσει | είχες ξεχολιάσει | θα έχεις ξεχολιάσει | να έχεις ξεχολιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεχολιάσει | είχε ξεχολιάσει | θα έχει ξεχολιάσει | να έχει ξεχολιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεχολιάσει | είχαμε ξεχολιάσει | θα έχουμε ξεχολιάσει | να έχουμε ξεχολιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεχολιάσει | είχατε ξεχολιάσει | θα έχετε ξεχολιάσει | να έχετε ξεχολιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεχολιάσει | είχαν ξεχολιάσει | θα έχουν ξεχολιάσει | να έχουν ξεχολιάσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεχολιάζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.