ξεχειμαδιό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεχειμαδιό | τα | ξεχειμαδιά |
| γενική | του | ξεχειμαδιού | των | ξεχειμαδιών |
| αιτιατική | το | ξεχειμαδιό | τα | ξεχειμαδιά |
| κλητική | ξεχειμαδιό | ξεχειμαδιά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεχειμαδιό < ξεχειμ(άζω) + -αδιό
Μεταφράσεις
ξεχειμαδιό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.