ξεχειλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεχειλώνω < ξέχειλος
Ρήμα
ξεχειλώνω
- τεντώνω κάτι πολύ ώστε χάνει την ελαστικότητά του και δεν επανέρχεται πια στις παλιές του διαστάσεις ή σχήμα
- φουσκώνω το σώμα μου (παχαίνω) τόσο πολύ, ώστε όταν αδυνατίζει δεν επανέρχεται πια στο σχήμα που είχε άλλοτε και το δέρμα μοιάζει με ξεχειλωμένο ύφασμα
Συγγενικά
- ξεχειλωμένος
- ξεχείλωμα
- ξεχειλίζω (ξεπερνώ το χείλος, πλημμυρίζω)
- ξέχειλος
- ξεχείλισμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεχειλώνω | ξεχείλωνα | θα ξεχειλώνω | να ξεχειλώνω | ξεχειλώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεχειλώνεις | ξεχείλωνες | θα ξεχειλώνεις | να ξεχειλώνεις | ξεχείλωνε | |
| γ' ενικ. | ξεχειλώνει | ξεχείλωνε | θα ξεχειλώνει | να ξεχειλώνει | ||
| α' πληθ. | ξεχειλώνουμε | ξεχειλώναμε | θα ξεχειλώνουμε | να ξεχειλώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεχειλώνετε | ξεχειλώνατε | θα ξεχειλώνετε | να ξεχειλώνετε | ξεχειλώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεχειλώνουν(ε) | ξεχείλωναν ξεχειλώναν(ε) |
θα ξεχειλώνουν(ε) | να ξεχειλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεχείλωσα | θα ξεχειλώσω | να ξεχειλώσω | ξεχειλώσει | ||
| β' ενικ. | ξεχείλωσες | θα ξεχειλώσεις | να ξεχειλώσεις | ξεχείλωσε | ||
| γ' ενικ. | ξεχείλωσε | θα ξεχειλώσει | να ξεχειλώσει | |||
| α' πληθ. | ξεχειλώσαμε | θα ξεχειλώσουμε | να ξεχειλώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεχειλώσατε | θα ξεχειλώσετε | να ξεχειλώσετε | ξεχειλώστε | ||
| γ' πληθ. | ξεχείλωσαν ξεχειλώσαν(ε) |
θα ξεχειλώσουν(ε) | να ξεχειλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεχειλώσει | είχα ξεχειλώσει | θα έχω ξεχειλώσει | να έχω ξεχειλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεχειλώσει | είχες ξεχειλώσει | θα έχεις ξεχειλώσει | να έχεις ξεχειλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεχειλώσει | είχε ξεχειλώσει | θα έχει ξεχειλώσει | να έχει ξεχειλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεχειλώσει | είχαμε ξεχειλώσει | θα έχουμε ξεχειλώσει | να έχουμε ξεχειλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεχειλώσει | είχατε ξεχειλώσει | θα έχετε ξεχειλώσει | να έχετε ξεχειλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεχειλώσει | είχαν ξεχειλώσει | θα έχουν ξεχειλώσει | να έχουν ξεχειλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.