ξεσπάσει
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
ξεσπάσει
απαρέμφατο αορίστου του ρήματος
ξεσπώ
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
ξεσπώ
θα ξεσπάσει
:
γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
ξεσπώ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.