ξεσκισμένη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξεσκισμένη | οι | ξεσκισμένες |
| γενική | της | ξεσκισμένης | των | ξεσκισμένων |
| αιτιατική | την | ξεσκισμένη | τις | ξεσκισμένες |
| κλητική | ξεσκισμένη | ξεσκισμένες | ||
| Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεσκισμένη < θηλυκό του ξεσκισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεσκίζω
Κλιτικός τύπος μετοχής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ξεσκισμένος
Μεταφράσεις
ξεσκισμένη
|
→ δείτε τη λέξη πόρνη |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.