ξεσκάτωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσκάτωμα τα ξεσκατώματα
      γενική του ξεσκατώματος των ξεσκατωμάτων
    αιτιατική το ξεσκάτωμα τα ξεσκατώματα
     κλητική ξεσκάτωμα ξεσκατώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεσκάτωμα < ξε- + σκατά + -ωμα

Ουσιαστικό

ξεσκάτωμα ουδέτερο

  • καθαρισμός από κόπρανα
      Κάθε θάλαμος είχε τον ομαδάρχη του, που ήταν υπεύθυνος για τα πάντα, από την τήρηση της τάξης μέχρι την περίθαλψη εκείνων που τρώγανε τον αγλέουρα κι αρρωσταίνανε, και το ξεσκάτωμα των μικρότερων. (Χ.Α. Χωμενίδης, Το σοφό παιδί (νέα έκδοση, 2016 )

Ταυτόσημο


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.