ξελογγώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξελογγώνω
- (μεταβατικό) βγάζω τα άγρια φυτά από ένα κομμάτι γης που έχει λογγώσει, για να το καλλιεργήσω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξελογγώνω | ξελόγγωνα | θα ξελογγώνω | να ξελογγώνω | ξελογγώνοντας | |
| β' ενικ. | ξελογγώνεις | ξελόγγωνες | θα ξελογγώνεις | να ξελογγώνεις | ξελόγγωνε | |
| γ' ενικ. | ξελογγώνει | ξελόγγωνε | θα ξελογγώνει | να ξελογγώνει | ||
| α' πληθ. | ξελογγώνουμε | ξελογγώναμε | θα ξελογγώνουμε | να ξελογγώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξελογγώνετε | ξελογγώνατε | θα ξελογγώνετε | να ξελογγώνετε | ξελογγώνετε | |
| γ' πληθ. | ξελογγώνουν(ε) | ξελόγγωναν ξελογγώναν(ε) |
θα ξελογγώνουν(ε) | να ξελογγώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξελόγγωσα | θα ξελογγώσω | να ξελογγώσω | ξελογγώσει | ||
| β' ενικ. | ξελόγγωσες | θα ξελογγώσεις | να ξελογγώσεις | ξελόγγωσε | ||
| γ' ενικ. | ξελόγγωσε | θα ξελογγώσει | να ξελογγώσει | |||
| α' πληθ. | ξελογγώσαμε | θα ξελογγώσουμε | να ξελογγώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξελογγώσατε | θα ξελογγώσετε | να ξελογγώσετε | ξελογγώστε | ||
| γ' πληθ. | ξελόγγωσαν ξελογγώσαν(ε) |
θα ξελογγώσουν(ε) | να ξελογγώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξελογγώσει | είχα ξελογγώσει | θα έχω ξελογγώσει | να έχω ξελογγώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξελογγώσει | είχες ξελογγώσει | θα έχεις ξελογγώσει | να έχεις ξελογγώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξελογγώσει | είχε ξελογγώσει | θα έχει ξελογγώσει | να έχει ξελογγώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξελογγώσει | είχαμε ξελογγώσει | θα έχουμε ξελογγώσει | να έχουμε ξελογγώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξελογγώσει | είχατε ξελογγώσει | θα έχετε ξελογγώσει | να έχετε ξελογγώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξελογγώσει | είχαν ξελογγώσει | θα έχουν ξελογγώσει | να έχουν ξελογγώσει |
| |
Μεταφράσεις
ξελογγώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.