ξεκούδουνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεκούδουνος | η | ξεκούδουνη | το | ξεκούδουνο |
| γενική | του | ξεκούδουνου | της | ξεκούδουνης | του | ξεκούδουνου |
| αιτιατική | τον | ξεκούδουνο | την | ξεκούδουνη | το | ξεκούδουνο |
| κλητική | ξεκούδουνε | ξεκούδουνη | ξεκούδουνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεκούδουνοι | οι | ξεκούδουνες | τα | ξεκούδουνα |
| γενική | των | ξεκούδουνων | των | ξεκούδουνων | των | ξεκούδουνων |
| αιτιατική | τους | ξεκούδουνους | τις | ξεκούδουνες | τα | ξεκούδουνα |
| κλητική | ξεκούδουνοι | ξεκούδουνες | ξεκούδουνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- ξεκούδουνα
- → δείτε τη λέξη κουδούνι
Μεταφράσεις
ξεκούδουνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.