ξεκούδουνα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ξεκούδουνα
<
ξεκούδουνος
+
-α
Επίρρημα
ξεκούδουνα
(
λαϊκότροπο
)
ασυνάρτητα
(
λαϊκότροπο
)
ξαφνικά
Μεταφράσεις
ξεκούδουνα
Επίρρημα
ξεκούδουνα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
,
ουδέτερου
γένους
του
ξεκούδουνος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.