ξεδολώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεδολώνω < ξε- + δολώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.ðoˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεδολώνω

Ρήμα

ξεδολώνω, αόρ.: ξεδόλωσα, παθ.φωνή: ξεδολώνομαι, π.αόρ.: ξεδωλώθηκα, μτχ.π.π.: ξεδολωμένος

  1. (προφορικό) βγάζω το δόλωμα από αγκίστρι
     δείτε και τη λέξη ξεγαντζώνω
     αντώνυμα: δολώνω
  2. απαγκιστρώνω τα ψάρια από το αγκίστρι
     συνώνυμα: ξεψαρίζω

Συγγενικά

 δείτε και τη λέξη δόλωμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.