ξεβρακώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεβρακώνω < ξε- + βρακώνω

Ρήμα

ξεβρακώνω

  1. βγάζω από κάποιον το βρακί
  2. (μεταφορικά) αποκαλύπτω την ευτέλεια κάποιου ή των επιχειρημάτων του

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.