ξεβράκωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεβράκωμα τα ξεβρακώματα
      γενική του ξεβρακώματος των ξεβρακωμάτων
    αιτιατική το ξεβράκωμα τα ξεβρακώματα
     κλητική ξεβράκωμα ξεβρακώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεβράκωμα < ξεβρακώνω

Ουσιαστικό

ξεβράκωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεβρακώνω
  2. μεταφορικά ο εξευτελισμός
    Τον έχει ξεβρακώσει τον Μάκη, 8 νίκες σερί!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.