ξεβράκωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεβράκωμα | τα | ξεβρακώματα |
| γενική | του | ξεβρακώματος | των | ξεβρακωμάτων |
| αιτιατική | το | ξεβράκωμα | τα | ξεβρακώματα |
| κλητική | ξεβράκωμα | ξεβρακώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεβράκωμα < ξεβρακώνω
Ουσιαστικό
ξεβράκωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεβρακώνω
- μεταφορικά ο εξευτελισμός
- Τον έχει ξεβρακώσει τον Μάκη, 8 νίκες σερί!
Μεταφράσεις
ξεβράκωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.