ξανακλειδώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξανακλειδώνω < ξανα- + κλειδώνω

Ρήμα

ξανακλειδώνω

  1. κλειδώνω πάλι, ξανά
    Βλέπεις, για τη γιορτή σου σ' ανοίγω την ψυχή μου και σε φιλώ και ξανακλειδώνω (Γιώργος Σεφέρης, ανέκδοτες επιστολές)[1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.