ξέχωσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέχωσμα τα ξεχώσματα
      γενική του ξεχώσματος των ξεχωσμάτων
    αιτιατική το ξέχωσμα τα ξεχώσματα
     κλητική ξέχωσμα ξεχώσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξέχωσμα < ξεχώνω + -μα

Ουσιαστικό

ξέχωσμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.