ξέσκεπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξέσκεπος | η | ξέσκεπη | το | ξέσκεπο |
| γενική | του | ξέσκεπου | της | ξέσκεπης | του | ξέσκεπου |
| αιτιατική | τον | ξέσκεπο | την | ξέσκεπη | το | ξέσκεπο |
| κλητική | ξέσκεπε | ξέσκεπη | ξέσκεπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξέσκεποι | οι | ξέσκεπες | τα | ξέσκεπα |
| γενική | των | ξέσκεπων | των | ξέσκεπων | των | ξέσκεπων |
| αιτιατική | τους | ξέσκεπους | τις | ξέσκεπες | τα | ξέσκεπα |
| κλητική | ξέσκεποι | ξέσκεπες | ξέσκεπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ξέσκεπος
- ασκεπής, χωρίς σκεπή, σε εκτεθειμένο χώρο
- Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό (Οδυσσέας Ελύτης, "Το Μονόγραμμα")
- Η τρικυμία εξακολουθεί. Εφθάσαμεν, αυθέντα μου καλέ μου. Έμβα μέσα. Την νύκτα, εις τα ξέσκεπα, με τόσην τρικυμίαν, δεν είναι άνθρωπος ν' αντέχη ("Βασιλιάς Λήρ", μετάφραση Δημ. Βικέλα)
- ξεσκέπαστος
- Θα πουντιάσεις αν κοιμηθείς ξέσκεπος στη βεράντα, ρίξε ένα σεντόνι επάνω σου
- σε κοινή θέα, φανερωμένος, ακάλυπτος, αποκαλυμμένος
- δεν αποτρελλαίνεται ο κόσμος εκεί με τέτοια φυσικά νανουρίσματα κι ονειριάσματα, παρά κοιτάζει την ωριόφαντη τη φύση καθώς κοπέλλα κοιτάζει τα ξέσκεπα κάλλη της στον καθρέφτη. (Αργύρης Εφταλιώτης, "Η Μαζώχτρα")
- Κάθε φορά που ήθελεν έβγει από το παλάτι της διά να υπάγη εις καμμίαν περιδιάβασιν έβγαινε ξέσκεπη εις το πρόσωπον (Παραμύθια της Χαλιμάς, έκδοση 1921, Μιχ. Σαλίβερου)
- χωρίς καπέλο
- κι εκρέμασαν λυπητερά και παραπονεμένα μπροστά στην εικόνα τα ξέσκεπα κεφάλια τους με τους μακριούς και μαύρους τσαμπάδες (Κώστας Κρυστάλλης, "Η εικόνα")
Συγγενικά
- ξεσκέπαστος
- ξέσκεπα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
ξέσκεπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.